έκαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | έκαστος | έκαστη & εκάστη |
έκαστο | |||
γενική | έκαστου & εκάστου |
έκαστης & εκάστης |
έκαστου & εκάστου | |||
αιτιατική | έκαστο | έκαστη & εκάστη |
έκαστο | |||
κλητική | έκαστε | έκαστη & εκάστη |
έκαστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | έκαστοι | έκαστες | έκαστα | |||
γενική | έκαστων & εκάστων |
έκαστων & εκάστων |
έκαστων & εκάστων | |||
αιτιατική | έκαστους & εκάστους |
έκαστες | έκαστα | |||
κλητική | έκαστοι | έκαστες | έκαστα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκαστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕκαστος < *ἕκαστις < ἑκάς + τίς (κάποιος) < ἕ + -κᾰ́ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé
Αντωνυμία επεξεργασία
έκαστος, έκαστη / εκάστη, έκαστο (επιμεριστική αντωνυμία από τα αρχαία ελληνικά)
- (λόγιο) ο κάθε
- ↪ «Έκαστος στο είδος του, κι ο Λουμίδης στους καφέδες» (από ιστορική διαφήμιση καφέδων στην Ελλάδα)
Εκφράσεις επεξεργασία
- εις έκαστος
- καθ' εκάστην
- έκαστος εφ' ω ετάχθη
- έκαστος στο είδος του ή καθένας στο είδος του ή καθείς στο είδος του