έγγραμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έγγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική engram < αρχαία ελληνική ἐν + γράμμα < γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
έγγραμμα ουδέτερο
- φυσική ή βιοχημική αλλαγή στον νευρικό εγκεφαλικό ιστό, που λειτουργεί ως το φυσικό αποτύπωμα μιας μνήμης, το υπόβαθρο μιας μνήμης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έγγραμμα