Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άφιξη οι αφίξεις
      γενική της άφιξης* των αφίξεων
    αιτιατική την άφιξη τις αφίξεις
     κλητική άφιξη αφίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άφιξη < αρχαία ελληνική ἄφιξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άφιξη θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του αφικνούμαι, το να φτάνει κάποιος σ'έναν τόπο ερχόμενος από αλλού· λέγεται για ανθρώπους, εμπορεύματα και συγκοινωνιακά μέσα
στο αεροδρόμιο υπάρχει πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων


Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία