Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άφεση οι αφέσεις
      γενική της άφεσης* των αφέσεων
    αιτιατική την άφεση τις αφέσεις
     κλητική άφεση αφέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άφεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφεσις (απαλλαγή), ελληνιστική σημασία: συγχώρεση < ἀφίημι
Παραδείγματα άφεσης σε αφετικούς τύπους όπως
  • νέα ελληνικά: (Χρειάζεται επεξεργασία)
  • αγγλικά: 'em από το them

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άφεση θηλυκό

  1. η απαλλαγή
    άφεση χρέους
  2. (θρησκεία) η συγχώρεση αμαρτημάτων
    άφεση αμαρτιών
  3. η εγκατάλειψη
  4. (γλωσσολογία, γραμματική, φωνολογία) είδος περικοπής:
    1. για την αφαίρεση αρχικού τμήματος λέξης
    2. (ειδικότερα) για την αφαίρεση αρχικού άτονου φωνήεντος
    → δείτε και τους όρους περικοπή, έκθλιψη, αφαίρεση, συγκοπή και απλολογία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία