Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άτλαντας οι άτλαντες
      γενική του άτλαντα των ατλάντων
    αιτιατική τον άτλαντα τους άτλαντες
     κλητική άτλαντα άτλαντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
παλιός άτλαντας που απεικονίζει τη Γαλλία
 
ο σπόνδυλος του άτλαντα

  Ετυμολογία επεξεργασία

άτλαντας < αρχαία ελληνική Ἄτλας < ἀ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *telh₂- (υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άτλαντας αρσενικό

  1. βιβλίο με χάρτες (από μια συλλογή χαρτών του 16ου αιώνα που απεικόνιζε στην προμετωπίδα τον μυθικό Άτλαντα)
  2. κίονας με μορφή άντρα
     συνώνυμα: τελαμώνας
  3. (ανατομία) ο πρώτος σπόνδυλος του λαιμού

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία