Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άστρο τα άστρα
      γενική του άστρου των άστρων
    αιτιατική το άστρο τα άστρα
     κλητική άστρο άστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άστρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄστρον. Η σημασία "μοίρα" από τα μεσαιωνικά χρόνια. Για το γεωμετρικό σχήμα και έμβλημα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étoile.[1] Για τον «πόλεμο των άστρων», σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική star.[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.stɾo/
 
Σχέδιο άστρου με πέντε ακτίνες.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άστρο ουδέτερο

  1. (αστρονομία) φωτεινό ουράνιο σώμα, όπως είναι ορατό από τη γη
    σύμβολο: *
  2. τα ουράνια σώματα ως κάτι που προαναγγέλλει το μέλλον
    έχει άστρο: είναι προορισμένος από τη μοίρα να πετύχει
  3. (μεταφορικά) (+ γενική προσώπου) η λάμψη, η επιτυχία ενός ανθρώπου στον καλλιτεχνικό κυρίως χώρο
    μετά από αυτές τις περιπέτειες το άστρο του διάσημου τραγουδιστή άρχισε να δύει
  4. ομοίωμα (ζωγραφισμένο ή χάρτινο ή από άλλο υλικό) φωτεινής πηγής στον ουρανό με πέντε (πεντάλφα) ή έξι ακτίνες
    το άστρο του Δαβίδ

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Θέμα αστρ-

Θέμα αστερ-

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. άστρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)