Δείτε επίσης: ἄρχω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρχω < ἄρχω

  Ρήμα επεξεργασία

άρχω, πρτ.: ήρξα, στ.μέλλ.: θα άρξω, αόρ.: ήρξα, παθ.φωνή: άρχομαι

  1. κυβερνώ, ασκώ εξουσία έχοντας ανώτατο αξίωμα, αρχή
  2. (μεταφορικά) κυριαρχώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία