Δείτε επίσης: ἄρχοντας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άρχοντας οι άρχοντες
      γενική του άρχοντα των αρχόντων
    αιτιατική τον άρχοντα τους άρχοντες
     κλητική άρχοντα άρχοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρχοντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄρχοντας, μορφή του ἄρχων (ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ἄρχων μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ἄρχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐χο‐ντας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρχοντας αρσενικό (θηλυκό αρχόντισσα)

  1. πλούσιος άνδρας με θέση κύρους που φέρεται γενναιόδωρα και μεταφορικά όποιος φέρεται με παρόμοιο τρόπο χωρίς απαραιτήτως να είναι εύπορος
    Ο Κώστας είναι άρχοντας, καθαρός, καλοντυμένος, ευγενής, πάντα κερνάει.
    Είναι μισθωτός, αλλά θέλει να ζει σαν άρχοντας.
  2. (παρωχημένο) ο κυβερνήτης μιας περιοχής, ο αξιωματούχος, αριστοκράτης ή ευγενής που δικοικούσε μια περιοχή
    (στην Ελλάδα) τσιφλικάς, προύχοντας, δημογέροντας
  3. (αρχαία Αθήνα) επίσημος τίτλος
    οι εννέα άρχοντες των Αθηνών)
    → δείτε τις λέξεις ἄρχων και άρχων

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άρχω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία