Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρση οι άρσεις
      γενική της άρσης* των άρσεων
    αιτιατική την άρση τις άρσεις
     κλητική άρση άρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, άρσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

άρση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρσις

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐ση

  Ουσιαστικό

άρση θηλυκό

  1. (λόγιο) το σήκωμα, η ανύψωση
  2. (μεταφορικά) η αναίρεση, η ακύρωση
  3. (μουσική) το τελευταίο μέρος του μέτρου που δεν τονίζεται
     αντώνυμα: θέση

Συγγενικά

  Μεταφράσεις