Δείτε επίσης: ἄργητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άργητα οι άργητες
      γενική της άργητας
    αιτιατική την άργητα τις άργητες
     κλητική άργητα άργητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άργητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄργητα. Συγχρονικά αναλύεται σε αργ(ός) + -ητα.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ʝi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐γη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άργητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία