άπλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άπλα | οι | άπλες |
γενική | της | άπλας | — | |
αιτιατική | την | άπλα | τις | άπλες |
κλητική | άπλα | άπλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπλα < απλώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
άπλα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη απλός
Μεταφράσεις επεξεργασία
άπλα
|