Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμετρος η άμετρη το άμετρο
      γενική του άμετρου της άμετρης του άμετρου
    αιτιατική τον άμετρο την άμετρη το άμετρο
     κλητική άμετρε άμετρη άμετρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμετροι οι άμετρες τα άμετρα
      γενική των άμετρων των άμετρων των άμετρων
    αιτιατική τους άμετρους τις άμετρες τα άμετρα
     κλητική άμετροι άμετρες άμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμετρος < αρχαία ελληνική ἄμετρος < ἀ- + μέτρον

  Επίθετο επεξεργασία

άμετρος

  1. που δεν έχει μέτρο, που δεν έχει όριο, που φτάνει στην υπερβολή
     συνώνυμα: αμέτρητος, άφθονος
     αντώνυμα: μετρημένος
    Η άμετρη φιλοδοξία του τον κατέστρεψε τελικά.
  2. (λογοτεχνικό) (για ποίημα, στίχο κ.λπ.) που δεν έχει μέτρο
     αντώνυμα: έμμετρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία