Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμβλωση οι αμβλώσεις
      γενική της άμβλωσης* των αμβλώσεων
    αιτιατική την άμβλωση τις αμβλώσεις
     κλητική άμβλωση αμβλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμβλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμβλωση < αρχαία ελληνική ἄμβλωσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άμβλωση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη έκτρωση