Δείτε επίσης: ἅλως, άλλος, άλλως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η άλως
      γενική της άλω
    αιτιατική την άλω
     κλητική άλω
Η αρχαία ἅλως είχε πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «άλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η σεληνιακή άλως.
 
Σκίτσο αγίας με άλω.

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅλως (φωτεινός δακτύλιος αστέρα ή πλανήτη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐λως
ομόηχα: άλλος, άλλως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλως θηλυκό

  1. (αστρονομία) ο φωτεινός περίγυρος της σελήνης και του ήλιου
  2. (θρησκεία) το φωτοστέφανο των αγίων
  3. (ιατρική)
    1. ο εξωτερικός κύκλος του βολβού του ματιού
    2. ο κύκλος που περιβάλλει τη θηλή του γυναικείου μαστού
  4. (μετεωρολογία) το φαινόμενο που προκαλείται από τη διάθλαση και ανάκλαση του ηλιακού ή σεληνιακού φωτός πάνω στους παγοκρυστάλλους των νεφών
  5. (φωτογραφία) φωτεινοί δίσκοι από ανάκλαση από μια δυνατή φωτεινή πηγή που παρατηρούνται σε φωτογραφίες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία