Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άλτρια οι άλτριες
      γενική της άλτριας των αλτριών
    αιτιατική την άλτρια τις άλτριες
     κλητική άλτρια άλτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλτρια < άλτης + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία