άλμπουμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άλμπουμ < από το λατινικό librum album, λευκό βιβλίο, μέσα στο οποίο έγραφαν τα ονόματα των φίλων τους.
Ουσιαστικό επεξεργασία
άλμπουμ ουδέτερο άκλιτο
- βιβλίο μέσα στο οποίο βάζουμε φωτογραφίες, γραμματόσημα, κλπ.
- δίσκος με τραγούδια
- ...