άλμα επί κοντώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
γενική | του | άλματος επί κοντώ | των | αλμάτων επί κοντώ |
αιτιατική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
κλητική | άλμα επί κοντώ | άλματα επί κοντώ | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
άλμα επί κοντώ ουδέτερο και επί κοντώ
- (αθλητισμός) αγώνισμα του στίβου στο οποίο ο αθλητής χρησιμοποιεί ένα κοντάρι για να πηδήξει πάνω από μια οριζόντια δοκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άλμα επί κοντώ