Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άκρια οι άκριες
      γενική της άκριας των ακριών
    αιτιατική την άκρια τις άκριες
     κλητική άκρια άκριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκρια < ἄκρη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άκρια θηλυκό

  1. η άκρη
  2. στον πλυθηντικό, οι άκριες, σημαίνουν τις σημαντικές γνωριμίες, τις γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής, σε κέντρα αποφάσεων, τα μέσα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία