Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκουρος η άκουρη το άκουρο
      γενική του άκουρου της άκουρης του άκουρου
    αιτιατική τον άκουρο την άκουρη το άκουρο
     κλητική άκουρε άκουρη άκουρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκουροι οι άκουρες τα άκουρα
      γενική των άκουρων των άκουρων των άκουρων
    αιτιατική τους άκουρους τις άκουρες τα άκουρα
     κλητική άκουροι άκουρες άκουρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκουρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄκουρος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ku.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐κου‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

άκουρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία