Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαρδος η άκαρδη το άκαρδο
      γενική του άκαρδου της άκαρδης του άκαρδου
    αιτιατική τον άκαρδο την άκαρδη το άκαρδο
     κλητική άκαρδε άκαρδη άκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαρδοι οι άκαρδες τα άκαρδα
      γενική των άκαρδων των άκαρδων των άκαρδων
    αιτιατική τους άκαρδους τις άκαρδες τα άκαρδα
     κλητική άκαρδοι άκαρδες άκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκαρδος < α- στερητικό + καρδιά

  Επίθετο επεξεργασία

άκαρδος

  1. (για άνθρωπο) που δεν έχει συναισθήματα, δε νιώθει αγάπη, οίκτο ή συμπόνια· άσπλαχνος, άπονος, σκληρός αυτός που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα
  1. (για ενέργεια) που δείχνει έλλειψη συναισθημάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία