Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκαρδα < άκαρδος

  Επίρρημα επεξεργασία

άκαρδα

  • χωρίς οίκτο, συμπόνια

  Μεταφράσεις επεξεργασία