Δείτε επίσης: -άδικο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άδικο τα άδικα
      γενική του άδικου
αδίκου
των άδικων
αδίκων
    αιτιατική το άδικο τα άδικα
     κλητική άδικο άδικα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άδικος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άδικο ουδέτερο

  1. άδικη πράξη, αδικία
    με πνίγει το άδικο
  2. έχω άδικο: κάνω λάθος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

άδικο