Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άδειασμα τα αδειάσματα
      γενική του αδειάσματος των αδειασμάτων
    αιτιατική το άδειασμα τα αδειάσματα
     κλητική άδειασμα αδειάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άδειασμα < (αδειάζω) αδειασ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ðʝa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐δει‐α‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άδειασμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία του αδειάζω
  1. η αφαίρεση του περιεχομένου
  2. η απομάκρυνση ανθρώπων από ένα χώρο
  1. (μεταφορικά) η παραγωγή συναισθηματικών και πνευματικών κενών
  2. (λαϊκό) το να παρατάς κάποιον απροστάτευτο χωρίς να δικαιολογήσεις τις πράξεις τους και τους διαλόγους του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία