Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγρυπνος η άγρυπνη το άγρυπνο
      γενική του άγρυπνου της άγρυπνης του άγρυπνου
    αιτιατική τον άγρυπνο την άγρυπνη το άγρυπνο
     κλητική άγρυπνε άγρυπνη άγρυπνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγρυπνοι οι άγρυπνες τα άγρυπνα
      γενική των άγρυπνων των άγρυπνων των άγρυπνων
    αιτιατική τους άγρυπνους τις άγρυπνες τα άγρυπνα
     κλητική άγρυπνοι άγρυπνες άγρυπνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άγρυπνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἅγρυπνος < ἀγρέω + ὕπνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ɣɾi.pnos/

  Επίθετο επεξεργασία

άγρυπνος, -η, -ο

  1. που δεν κοιμάται κατά τη διάρκεια της νύχτας είτε επειδή έχει αϋπνίες είτε από υποχρέωση να προσέχει κάτι
     συνώνυμα: άυπνος, ξάγρυπνος
    έμεινε άγρυπνη όλη τη νύχτα πάνω από το μωρό που είχε πυρετό
  2. (μεταφορικά) που επαγρυπνεί, που συνεχώς επιτηρεί,, προσέχει, φρουρεί κάτι υλικό ή άυλο
    άγρυπνος φρουρός των ιδανικών της φυλής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία