άγλυκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγλυκος | η | άγλυκη | το | άγλυκο |
γενική | του | άγλυκου | της | άγλυκης | του | άγλυκου |
αιτιατική | τον | άγλυκο | την | άγλυκη | το | άγλυκο |
κλητική | άγλυκε | άγλυκη | άγλυκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγλυκοι | οι | άγλυκες | τα | άγλυκα |
γενική | των | άγλυκων | των | άγλυκων | των | άγλυκων |
αιτιατική | τους | άγλυκους | τις | άγλυκες | τα | άγλυκα |
κλητική | άγλυκοι | άγλυκες | άγλυκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
άγλυκος
- καθόλου γλυκός
- δεν έβαλα αρκετή ζάχαρη στο κέικ και μου βγήκε άγλυκο
Μεταφράσεις επεξεργασία
άγλυκος
|