Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άβακας οι άβακες
      γενική του άβακα των αβάκων
    αιτιατική τον άβακα τους άβακες
     κλητική άβακα άβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένας άβακας (αριθμητήριο)
 
ο άβαξ (πλάκα) της Σαλαμίνος

  Ετυμολογία επεξεργασία

άβακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄβαξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.va.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άβακας αρσενικό

  1. τετράγωνη επίπεδη πλάκα από σχιστόλιθο ή ξύλο για χάραξη γεωμετρικών σχημάτων
  2. επίπεδη επιφάνεια, συνήθως τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκακιέρα
  3. πλάκα που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία
  4. (αρχιτεκτονική) τετράγωνη πλάκα στο πάνω μέρος του κιονόκρανου όπου ακουμπά το επιστύλιο
  5. αριθμητήριο, όργανο αποτελούμενο από σειρές χανδρών, που χρησιμοποιείται για καταμέτρηση αντικειμένων και εκτέλεση απλών αριθμητικών πράξεων
  6. (στρατιωτικός όρος): τμήμα διόπτρας πυροβόλου όπλου
  7. (ναυπηγικός όρος): η κάθετη πρύμη της λέμβου
     συνώνυμα:: παπαδιά, καθρέφτης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία