άβαθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβαθος | η | άβαθη | το | άβαθο |
γενική | του | άβαθου | της | άβαθης | του | άβαθου |
αιτιατική | τον | άβαθο | την | άβαθη | το | άβαθο |
κλητική | άβαθε | άβαθη | άβαθο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβαθοι | οι | άβαθες | τα | άβαθα |
γενική | των | άβαθων | των | άβαθων | των | άβαθων |
αιτιατική | τους | άβαθους | τις | άβαθες | τα | άβαθα |
κλητική | άβαθοι | άβαθες | άβαθα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.va.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βα‐θος
Επίθετο επεξεργασία
άβαθος, -η, -ο
- ρηχός
- ↪ Τα νερά εδώ είναι άβαθα.
- επιφανειακός, επιπόλαιος
- ↪ Είναι πολύ άβαθος άνθρωπος.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άβαθος
→ δείτε τη λέξη αβαθής |