Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Χάγη
      γενική της Χάγης
    αιτιατική τη Χάγη
     κλητική Χάγη
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χάγη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Hague < ολλανδική Den Haag ("θάμνος")

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χάγη θηλυκό

  • πόλη της Ολλανδίας στην οποία βρίσκεται η έδρα της ολλανδικής κυβέρνησης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία