Φράγκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φράγκος | οι | Φράγκοι |
γενική | του | Φράγκου | των | Φράγκων |
αιτιατική | τον | Φράγκο | τους | Φράγκους |
κλητική | Φράγκε | Φράγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φράγκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Φράγκος < ιταλική Franco < μεσαιωνική λατινική Francus < φραγκική *Frank < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- / *prAgn- (στύλος, κοτσάνι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfɾaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φρά‐γκος
- παλιότερος συλλαβισμός : Φράγ‐κος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φράγκος αρσενικό
- (ιστορία) στο θηλυκό Φράγκισσα
- οι Φράγκοι, γερμανικό φύλο που εγκαταστάθηκε στη δυτική Ευρώπη κατά τον 5ο και 6ο αιώνα
- (παρωχημένο):
- (γενικότερα) κάτοικος της Δυτικής Ευρώπης (της «Φραγκιάς»)
- (ειδικότερα) καθολικός ή προτεστάντης
- → δείτε τη λέξη Φράγγος
- ανδρικό επώνυμο, στο θηλυκό Φράγκου
Συγγενικά επεξεργασία
- αλαφράγκα
- αφραγκία
- άφραγκος
- διφραγκάκι
- δίφραγκο
- εικοσόφραγκο
- κουτόφραγκος
- φραγκάκι
- φραγκεύω
- φραγκικά
- φράγκικα
- φραγκικός
- φράγκικος
- φραγκισκανή
- φραγκισκανός
- φραγκοδίφραγκα
- φραγκόκοτα
- φραγκοκρατία
- φραγκοκρατούμαι
- φραγκολεβαντίνα
- φραγκολεβαντίνος
- φραγκοπαναγιά
- φραγκόπαπας
- φραγκοραφτάδικο
- φραγκοράφτης
- φραγκοράφτρα
- φραγκοσταφυλιά
- φραγκοστάφυλο
- φραγκοσυκιά
- φραγκόσυκο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Φράγκοι στη Βικιπαίδεια