Τρῶες
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τρῶες < Τρώς
Ουσιαστικό επεξεργασία
Τρῶες (γενική: Τρώων, αιτιατική Τρῶας καὶ Τρῳάς)
- οι πολίτες της Τροίας
→ δείτε τη λέξη Τρώς
Τρῶες (γενική: Τρώων, αιτιατική Τρῶας καὶ Τρῳάς)
→ δείτε τη λέξη Τρώς