Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τραϊανούπολῐς αἱ Τραϊανουπόλεις
      γενική τῆς Τραϊανουπόλεως τῶν Τραϊανουπόλεων
      δοτική τῇ Τραϊανουπόλει ταῖς Τραϊανουπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Τραϊανούπολῐν τὰς Τραϊανουπόλεις
     κλητική ! Τραϊανούπολῐ Τραϊανουπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τραϊανουπόλει
γεν-δοτ τοῖν  Τραϊανουπολέοιν
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τραϊανούπολις < Τραϊανός, γενική ενικού Τραϊανοῦ + -πολις

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τραϊανούπολις θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία