Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τρίκκη
      γενική τῆς Τρίκκης
      δοτική τῇ Τρίκκ
    αιτιατική τὴν Τρίκκην
     κλητική ! Τρίκκη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τρίκκη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρίκκη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του Πηνειού (ή του Ασωπού)
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 729
  2. πόλη της Θεσσαλίας, στην Εστιαιώτιδα
    ※  1ος αιώνας πκε&κε Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ, 1, 39
    Πρώτη δ᾽ ἐστὶν ἐξ Ἐφέσου Μαγνησία πόλις Αἰολίς͵ λεγομένη δὲ ἐπὶ Μαιάνδρωι· πλησίον γὰρ αὐτοῦ ἵδρυται· πολὺ δὲ πλησιαίτερον ὁ Ληθαῖος ἐμβάλλων εἰς τὸν Μαίανδρον͵ τὴν δ᾽ ἀρχὴν ἔχων ἀπὸ Πακτύου τοῦ τῶν Ἐφεσίων ὄρους· ἕτερος δ᾽ ἐστὶ Ληθαῖος ὁ ἐν Γορτύνηι καὶ ὁ περὶ Τρίκκην͵ ἐφ᾽ ὧι ὁ Ἀσκληπιὸς γεννηθῆναι λέγεται.
    → δείτε Τρίκαλα στα νέα ελληνική

Άλλες γραφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία