Τουρκαλάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τουρκαλάς < Τούρκ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -αλάς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuɾ,kaˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τουρ‐κα‐λάς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τουρκαλάς αρσενικό
- (μειωτικό, ειρωνικό) μεγεθυντικό του Τούρκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τουρκαλάς
|