Δείτε επίσης: τουρκάλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τουρκάλα οι Τουρκάλες
      γενική της Τουρκάλας
    αιτιατική την Τουρκάλα τις Τουρκάλες
     κλητική Τουρκάλα Τουρκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τουρκάλα < Τούρκ(ος) + -άλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τουρκάλα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τούρκος