Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τασμανία οι Τασμανίες
      γενική της Τασμανίας των Τασμανιών
    αιτιατική την Τασμανία τις Τασμανίες
     κλητική Τασμανία Τασμανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τασμανία < (λόγιο δάνειο) αγγλική Tasmania < από το όνομα του ολλανδού εξερευνητή Άμπελ Τάσμαν

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τασμανία θηλυκό

  • μεγάλο νησί και ομόσπονδη πολιτεία της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας, από την οποία απέχει 150 μίλια προς νότο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία