Δείτε επίσης: σκορπίος, σκορπιός, σκόρπιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκορπιός οι Σκορπιοί
      γενική του Σκορπιού των Σκορπιών
    αιτιατική τον Σκορπιό τους Σκορπιούς
     κλητική Σκορπιέ Σκορπιοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ο αστερισμός του Σκορπιού
 
το ζωδιακό σύμβολο του Σκορπιού

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκορπιός < σκορπίος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skoɾˈpçios/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκορπιός αρσενικό

  1. όνομα αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Sco
  2. (αστρολογία) το όγδοο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου που θεωρείται ότι κυριαρχεί από 24 Οκτωβρίου ως 22 Νοεμβρίου
    • (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που έχει γεννηθεί την παραπάνω περίοδο
  3. μικρό νησί του Ιονίου Πελάγους, κοντά στη Λευκάδα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία