Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σικελία οι Σικελίες
      γενική της Σικελίας των Σικελιών
    αιτιατική τη Σικελία τις Σικελίες
     κλητική Σικελία Σικελίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σικελία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σικελία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σικελία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σικελί αἱ Σικελίαι
      γενική τῆς Σικελίᾱς τῶν Σικελιῶν
      δοτική τῇ Σικελί ταῖς Σικελίαις
    αιτιατική τὴν Σικελίᾱν τὰς Σικελίᾱς
     κλητική ! Σικελί Σικελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σικελί
γεν-δοτ τοῖν  Σικελίαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σικελία < Σίκελ(ος) + -ία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σικελία θηλυκό

  1. νησί το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου
  2. γυναικείο όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

Σικελία (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: Σικελία
λατινικά: Sicilia
και δείτε #Μεταφράσεις