Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ποσειδώνας οι Ποσειδώνες
      γενική του Ποσειδώνα
Ποσειδώνος
των Ποσειδώνων
    αιτιατική τον Ποσειδώνα τους Ποσειδώνες
     κλητική Ποσειδώνα Ποσειδώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ο Ποσειδώνας κρατώντας τρίαινα σε αρχαίο αγγείο
 
Ο πλανήτης Ποσειδώνας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ποσειδώνας < αρχαία ελληνική Ποσειδῶν (ασυναίρετο Ποσειδάων) με διάφορες εκδοχές ετυμολόγησης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.siˈðo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πο‐σει‐δώ‐νας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ποσειδώνας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) θεός των θαλασσών (αντίστοιχος στη ρωμαϊκή μυθολογία: Neptunus)
    η λεωφόρος Ποσειδώνος
  2. (αστρονομία, πάντα τον ενικό) ο όγδοος σε σειρά από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία