Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Περσέας < αρχαία ελληνικήΠερσεύς < ίσως από το πέρθω (εκπορθώ, λεηλατώ)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Περσέας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) ήρωας της μυθολογίας, που απέσπασε το κεφάλι της Μέδουσας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία