Δείτε επίσης: παρθένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παρθένος οι Παρθένοι
      γενική της Παρθένου των Παρθένων
    αιτιατική την Παρθένο τις Παρθένους
     κλητική Παρθένε
(Παρθένο)
Παρθένοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ο αστερισμός της Παρθένου
 
το ζωδιακό σύμβολο της Παρθένου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παρθένος < παρθένος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παρθένος θηλυκό

  1. ονομασία ὀκτάςτου βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
    συντομογραφία: Vir
  2. (αστρολογία) το έκτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου που θεωρείται ότι κυριαρχεί από 23 Αυγούστου ως 22 Σεπτεμβρίου
  3. (ελληνική μυθολογία, προσωνυμία) της θεάς Αθηνάς, της θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης
  4. (χριστιανισμός, προσωνυμία) της Θεοτόκου (από τους ελληνιστικούς χρόνους)
    Παρθένος Μαρία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία