Δείτε επίσης: Πάλλας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παλλάς αἱ Παλλάδες
      γενική τῆς Παλλάδος τῶν Παλλάδων
      δοτική τῇ Παλλάδ ταῖς Παλλάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Παλλάδ τὰς Παλλάδᾰς
     κλητική ! Παλλάς Παλλάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παλλάδε
γεν-δοτ τοῖν  Παλλάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παλλάς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παλλάς, -άδος θηλυκό στον ενικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Παλλάς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία