ΠΟΠ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΠΟΠ < : Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης
- ΠΟΠ < : προστατευόμενη ονομασία προέλευσης
Συντομομορφή επεξεργασία
Π.Ο.Π. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- (γεωπονία, κτηνοτροφία, οικονομία) ευρωπαϊκός κοινοτικός όρος πιστοποίησης προϊόντος ή προϊόντων αγροτικών ή κτηνοτροφικών και των ποικιλιών τους
Σημειώσεις επεξεργασία
- μετά την πιστοποίηση η ονομασία του προϊόντος ή προϊόντων λαμβάνει τον χαρακτήρα της "Προστατευόμενης Ονομασίας Προϊόντος, μόνο όμως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ΠΟΠ στη Βικιπαίδεια
- ΠΓΕ