Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οἰκλῆς < ίσως από το οἶς (πρόβατο) + -κλῆς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οἰκλῆς αρσενικό