Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Οφηλία οι Οφηλίες
      γενική της Οφηλίας των Οφηλιών
    αιτιατική την Οφηλία τις Οφηλίες
     κλητική Οφηλία Οφηλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οφηλία < όνομα που πρωτοεμφανίζεται στο ποίημα Αρκαδία του Ιταλού Jacopo Sannazaro το 1504 (πιθανότατα από την αρχαία ελληνική λέξη ὠφέλεια, ὄφελος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.fiˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐φη‐λί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οφηλία

  1. γυναικείο όνομα
  2. (αστρονομία) ένας από τους δορυφόρους του Ουρανού
  3. (αστρονομία) ένας αστεροειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία