Δείτε επίσης: Νεοκλής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νεοκλῆς < νέ(ος) + -κλῆς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νεοκλῆς αρσενικό