Δείτε επίσης: Νεκώς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Νεκῶς
      γενική τοῦ Νεκ
      δοτική τῷ Νεκ
    αιτιατική τὸν Νεκῶν
     κλητική ! Νεκ
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Νεκῶς' όπως «Νεκῶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νεκῶς αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία

  • Νεκώς (νέα ελληνικά)
  • Necho (αγγλικά, γερμανικά)
  • Nékao (μεταγραφή)

  Πηγές επεξεργασία