Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ναούμ < εβραϊκή נַחוּם

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ναούμ αρσενικό

  1. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  2. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που πήρε το όνομά του από τον προφήτη
  3. ανδρικό όνομα
  4. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

ναούμ (να πούμε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία