Δείτε επίσης: Νίσαια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νίκαια οι Νίκαιες
      γενική της Νίκαιας των Νικαιών
    αιτιατική τη Νίκαια τις Νίκαιες
     κλητική Νίκαια Νίκαιες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νίκαια < αρχαία ελληνική Νίκαια[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈni.ce.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νί‐και‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νίκαια θηλυκό

  1. πόλη της Βιθυνίας, το σημερινό Ιζνίκ
    ※  Στις 24 Σεπτεμβρίου του 787 θα συγκληθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας (στο σημερινό Ιζνίκ της Τουρκίας) η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της χριστιανικής Εκκλησίας, με πρωτοβουλία της 35χρονης αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία ασκούσε την αντιβασιλεία στο Βυζάντιο ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄.
    Γεώργιος Σαρρής, Νίκαια Βιθυνίας: Η Οικουμενική Σύνοδος που έσωσε τις εικόνες από την καταστροφή, Έθνος, 12 Δεκεμβρίου 2019
  2. ονομασία αρχαίων πόλεων
  3. προάστιο του Πειραιά
    ※ Πάω μια βόλτα στα παλιά, / στη Νίκαια, στην Κοκκινιά / θα πιω κρασί και θα μεθύσω, / στον Πειραιά θα ξενυχτήσω.
    Θέλω να γυρίσω στα παλιά, στίχοι: Νίκος Βουρλιώτης, μουσική: Τάκης Μπουγάς, Μιχάλης Παπαθανασίου, εκτέλεση: Γιώργος Μαζωνάκης, Goin' Through, 1999
     συνώνυμα: Κοκκινιά
  4. οικισμός της Λάρισας
  5. πόλη της Γαλλίας, αρχαία αποικία Ελλήνων
    ※ Από την place Masséna μπαίνουμε απευθείας στο πιο γραφικό κομμάτι της Νίκαιας, την παλιά πόλη με τα στενά παλιά σοκάκια, τα καφέ, τα εστιατόρια και τα ταβερνεία, που κάνουν τη διαφορά εξαιτίας της ονομαστής γαστρονομίας.
    Μαρία Τσαρδάκα-Αθανασίου, Νίκαια / Γαλλία: Θεατρική και κοσμοπολίτικη, Έθνος, 29 Σεπτεμβρίου 2014

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Nice στη γαλλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
Νῑκαια-
ονομαστική Νίκαι
      γενική τῆς Νικαίᾱς
      δοτική τῇ Νικαί
    αιτιατική τὴν Νίκαιᾰν
     κλητική ! Νίκαι
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νίκαια < νίκη + ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νίκαια, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία