Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νέο Μεξικό < (άμεσο δάνειο) αγγλική New Mexico, → δείτε τις λέξεις νέος και Μεξικό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νέο Μεξικό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία