Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μωυσής < αρχαία ελληνική Μωϋσῆς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mo.iˈsis/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μωυσής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία